- χρωμιούχος
- -α, -ο, Νχημ.. (για χημική ένωση) αυτός που περιέχει χρώμιο.[ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμιο + -ούχος* (< έχω), πρβλ. χλωρι-ούχος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρωμιούχος — α, ο αυτός που περιέχει χρώμιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεμμερερίτης — Ορυκτό, γνωστό και ως χρωμιούχος χλωρίτης με χημικό τύπο Mg5(Al,Cr)2Si3O10(OH)8. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα σχηματίζοντας εξάπλευρα σχήματα. Παρουσιάζει σκληρότητα 2 2,5 στην ορυκτολογική κλίμακα και ειδικό βάρος 2,64 g/cm3. Έχει βαθύ… … Dictionary of Greek